Στα μονοπάτια του καημού
στη γέφυρα του στεναγμού
μ’ έκαν’ η μάνα μου
Μια φθινοπωρινή βραδιά,
ζωή την κρύα σου καρδιά
είδαν τα μάτια μου
Με κουδουνίστρες πλαστικές
όμορφες και χρωματιστές
με νανουρίζανε
Και τα ματάκια τα μικρά
είδαν του κόσμου τ’ αγαθά
και συμφωνήσανε
Ήταν το γάλα μου πικρό
και το νεράκι μου γλυφό
που με μεγάλωνε
Κι απέναντι στη κούνια μου,
η μοίρα η κακούργα μου
και με καμάρωνε
Ήταν